Πριν λίγες μέρες, επήγα να ειδώ τη νόνα μου και να ανταλλάξουμε αναστάσιμες ευχές. Τηνε βρήκα να κάθεται στη γνωστή της θέση στην κουζίνα να ρουφάει το καφεδάκι της και να φουμάρει ένα από εκείνα τα "κομμένα" τσιγάρα της. Πέρυσι τέτοια εποχή, εχαροπάλευε στο νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας κι εφέτος, μοιάζει καλύτερα από ποτέ ενώ είναι σχεδόν 85 χρονών.
Είπαμε διάφορα, άκουσα με υπομονή τα παράπονά της για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που περιελάμβανε από τα παιδία της μέχρι τα μαλλιά της που πετάνε και πάντα μαζί με άσχετες κουβέντες, τα αποτελέσματα της αρτηριοσκλήρυνσης. Εσκέφτηκα πως ο Θεός έχει προνοήσει και στέλνει διάφορα στους γέρους αθρώπους προκειμένου να μην σκέφτονται τι έχουνε περασμένο ούλη τους τη ζωή και βουρλίζονται.
Σε έναν καιρό, άρχισα να της λέω για την προσπάθεια που γίνεται για την αναβίωση του πανηγυριού και την προστασία του Άη Λύπιου από ιστορικής μα και οικολογικής άποψης. Αναφώνησε ένα "ωωωωω ιμένανε" από εκείνα που δηλώνουν ευχαρίστηση και τράβηξε μία γερή ρουφηξιά καπνό. Δεν ήθελα να την πιέσω να σκαλίσει μνήμες από εκειό το πανηγύρι του Άη Λύπιου αλλά λαχταρούσα πολύ να ακούσω κάτι. Εκείνη, λες και διάβασε στα μάτια μου την επιθυμία επήρε το φλυτζανάκι της στο χέρι κι άρχισε να μου λέει...
"Ω παιδάκι μου, με τον συγχωρεμένο τον νόνο σου δεν ελείψαμε ποτέ, εκειά τα χρόνια, από κανένα πανηγύρι. Εψέναμε σε ούλα! Εμέ να σου πω, ήτουνα τ' αγαπημένο μου του Άη Λύπιου. Ξέρεις τι κόσμος μαζευότουνα; Ούλη η Ζάκυθος! Από τον κάμπο, από τα χωρία τση Ρίζας και από ούλα τα ορεινά! Και να σου πω και τ' άλλο; Ερχότουνα και οι "αφεντάδες" και οι απλοί. Πλούσιοι και φτωχοί. Και ούλοι παρέα ετρώγανε κι επίνανε κάτω από τα λιόφυτα και τραγουδάανε κι εχορεύανε."
Την παρακολουθούσα αμίλητη κι ένοιωθα απίστευτα χαρούμενη και τυχερή, που την άκουγα. Έβγαλε άλλο ένα "κομμένο" τσιγάρο από την τσέπη της μπροστέλας της, το άναψε και σαν να πήρε δύναμη, συνέχισε...
"Μία φορά, να ειδείς τι εγίνηκε! Είχε ψωνισμένο κάνα, δυο μέρες ενωρίτερα ο νόνος σου, αρνοκάτσικα από τσι Μαριές, διαλεχτά! Τα καλύτερα ζωντανά! Τα είχε σφάξει στο σφαγείο και τα είχαμε πίσω στην αποθηκούλα αποβραδίς, κρεμασμένα. Είχαμε πλεγμένες και γαρδούμες και κοκορέτσια, πρώτης τάξεως. Μας εβοηθάγανε κι εκειά τα γλυκιάρικα. Να, άμα ρωτήσεις τη μάνα σου, θα το θυμάται.
Πάμε το λοιπό το πρωί αμπονώρα, στον Καλλιτέρο. Στηλιώνουμε την παγκάδα με τα εργαλεία και τη ζυγαριά, το σκαμνί, τσι ψησταριές, ούλα μας τα πράματα. Είχα τον μικρόνε μωρό και τον είχα ντυμένο με ένα ωραίο πλεχτό φόρεμα, λευκό. Έχω και φωτογραφία, άμα την εύρω θα σου τηνε δείξω ψυχή μου. Τα στήσαμε που λες ούλα και ψέναμε τα πράματά μας. Αρχίσανε να έρχουνται και συγγενείς και κουμπάροι και φίλοι και γνωστοί και ούλοι επερνάγανε από την παγκάδα μας, για τα χρόνια πολλά και για το κέρασμα. Ούλοι πρώτοι για αμούτσι! Ξέρεις ο νόνος σου πως ήτουνα φιλότιμος, εκέρναε ούλο το κόσμο και γι' αυτό ούλοι τον αγαπάανε και του φέρνανε κανίσκια από ολούθε. Τσαντίες μου τα έφερνε κάθε μέρα στο σπίτι! Δεν αγοράσαμε ποτέ λεμόνι και προτοκάλι, ούτε ψωμί, ούτε τυρί! Ούλα τα Χριστού τα καλά μας εφέρνανε!
Είχε φτάσει μεσημέρι που λες κι ετρέχαμε και δεν φτάναμε. Ούλα τα παιδία εβοηθάγανε, άλλα στη παγκάδα άλλα στις ψησταριές. Κάτω από την παγκάδα, είχαμε πάντα έναν σίγλο που εβάναμε μέσα τα κοκορέτσια και τσι γαρδούμες. Τόμου ηθέλαμε να ψήσουμε ετρεβάγαμε από εκεί μέσα, το κόβαμε και το βάναμε στη ψησταριά. Έναν καιρό εκεί που εδουλεύαμε ούλοι, έρχεται ένα κοπρόσκυλο κι αρπάζει ένα κοκορέτσι από τον σίγλο κι αρχίζει να τρέχει μες στα λιόφυτα! Το βλέπω εγώ, με πιάνει το γλυκί μου και το παίρνω το κατόπι! Έτρεχε κι ο νόνος σου ο καψερός και τα παιδία. Τα ταμπουρλονιάκαρα να βαρούνε κι εκειό το λυσσάρικο, τον πάθο μέσα του, να τρέχει με το κοκορέτσι στο στόμα και να σηκώνει μπουχό! Τελικά εκαταφέραμε και το πιάσαμε και τι να κάμουμε παιδάκι μου, ξέρεις τι ανάγκη υπήρχε; Το πλύναμε το κοκορέτσι με νερά, το ψήσαμε και το πουλήσαμε. Από εκειό επεριμέναμε για να ζήσουμε, δέκα νοματαίοι ήμαστε.
Ω παιδάκι μου, αν έζηε ο νόνος σου είθε να σου χε 'πωμένα γύρευε πόσα! Εγώ δεν τα θυμάμαι κι ούλα. Που να τα θυμάμαι; Ξέρεις τι έχω περασμένα; Άστη κουβέντα απαρατημένη! Και καλά και κακά. Όμως να σε χαρώ, όσο φτάνω προς το τέλος μου, όλο τα καλά κοιτάω να θυμάμαι, τα κακά τα πετάω ούλα στον πάτο του πηγαδιού..."
Κι όπως έσβηνε το τσιγάρο της στο τασάκι, ετέλειωσε και την ιστορία της και κούνιε το κεφάλι της πάνου κάτου με θλίψη κι ευτυχία μαζί. Εγώ έφυγα από το σπιτικό της παίρνοντας μαζί μου, μόνο την ευτυχία που μου χάρισε. Μόνο την ευ-τυχία!
Είπαμε διάφορα, άκουσα με υπομονή τα παράπονά της για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που περιελάμβανε από τα παιδία της μέχρι τα μαλλιά της που πετάνε και πάντα μαζί με άσχετες κουβέντες, τα αποτελέσματα της αρτηριοσκλήρυνσης. Εσκέφτηκα πως ο Θεός έχει προνοήσει και στέλνει διάφορα στους γέρους αθρώπους προκειμένου να μην σκέφτονται τι έχουνε περασμένο ούλη τους τη ζωή και βουρλίζονται.
Σε έναν καιρό, άρχισα να της λέω για την προσπάθεια που γίνεται για την αναβίωση του πανηγυριού και την προστασία του Άη Λύπιου από ιστορικής μα και οικολογικής άποψης. Αναφώνησε ένα "ωωωωω ιμένανε" από εκείνα που δηλώνουν ευχαρίστηση και τράβηξε μία γερή ρουφηξιά καπνό. Δεν ήθελα να την πιέσω να σκαλίσει μνήμες από εκειό το πανηγύρι του Άη Λύπιου αλλά λαχταρούσα πολύ να ακούσω κάτι. Εκείνη, λες και διάβασε στα μάτια μου την επιθυμία επήρε το φλυτζανάκι της στο χέρι κι άρχισε να μου λέει...
"Ω παιδάκι μου, με τον συγχωρεμένο τον νόνο σου δεν ελείψαμε ποτέ, εκειά τα χρόνια, από κανένα πανηγύρι. Εψέναμε σε ούλα! Εμέ να σου πω, ήτουνα τ' αγαπημένο μου του Άη Λύπιου. Ξέρεις τι κόσμος μαζευότουνα; Ούλη η Ζάκυθος! Από τον κάμπο, από τα χωρία τση Ρίζας και από ούλα τα ορεινά! Και να σου πω και τ' άλλο; Ερχότουνα και οι "αφεντάδες" και οι απλοί. Πλούσιοι και φτωχοί. Και ούλοι παρέα ετρώγανε κι επίνανε κάτω από τα λιόφυτα και τραγουδάανε κι εχορεύανε."
Την παρακολουθούσα αμίλητη κι ένοιωθα απίστευτα χαρούμενη και τυχερή, που την άκουγα. Έβγαλε άλλο ένα "κομμένο" τσιγάρο από την τσέπη της μπροστέλας της, το άναψε και σαν να πήρε δύναμη, συνέχισε...
"Μία φορά, να ειδείς τι εγίνηκε! Είχε ψωνισμένο κάνα, δυο μέρες ενωρίτερα ο νόνος σου, αρνοκάτσικα από τσι Μαριές, διαλεχτά! Τα καλύτερα ζωντανά! Τα είχε σφάξει στο σφαγείο και τα είχαμε πίσω στην αποθηκούλα αποβραδίς, κρεμασμένα. Είχαμε πλεγμένες και γαρδούμες και κοκορέτσια, πρώτης τάξεως. Μας εβοηθάγανε κι εκειά τα γλυκιάρικα. Να, άμα ρωτήσεις τη μάνα σου, θα το θυμάται.
Πάμε το λοιπό το πρωί αμπονώρα, στον Καλλιτέρο. Στηλιώνουμε την παγκάδα με τα εργαλεία και τη ζυγαριά, το σκαμνί, τσι ψησταριές, ούλα μας τα πράματα. Είχα τον μικρόνε μωρό και τον είχα ντυμένο με ένα ωραίο πλεχτό φόρεμα, λευκό. Έχω και φωτογραφία, άμα την εύρω θα σου τηνε δείξω ψυχή μου. Τα στήσαμε που λες ούλα και ψέναμε τα πράματά μας. Αρχίσανε να έρχουνται και συγγενείς και κουμπάροι και φίλοι και γνωστοί και ούλοι επερνάγανε από την παγκάδα μας, για τα χρόνια πολλά και για το κέρασμα. Ούλοι πρώτοι για αμούτσι! Ξέρεις ο νόνος σου πως ήτουνα φιλότιμος, εκέρναε ούλο το κόσμο και γι' αυτό ούλοι τον αγαπάανε και του φέρνανε κανίσκια από ολούθε. Τσαντίες μου τα έφερνε κάθε μέρα στο σπίτι! Δεν αγοράσαμε ποτέ λεμόνι και προτοκάλι, ούτε ψωμί, ούτε τυρί! Ούλα τα Χριστού τα καλά μας εφέρνανε!
Είχε φτάσει μεσημέρι που λες κι ετρέχαμε και δεν φτάναμε. Ούλα τα παιδία εβοηθάγανε, άλλα στη παγκάδα άλλα στις ψησταριές. Κάτω από την παγκάδα, είχαμε πάντα έναν σίγλο που εβάναμε μέσα τα κοκορέτσια και τσι γαρδούμες. Τόμου ηθέλαμε να ψήσουμε ετρεβάγαμε από εκεί μέσα, το κόβαμε και το βάναμε στη ψησταριά. Έναν καιρό εκεί που εδουλεύαμε ούλοι, έρχεται ένα κοπρόσκυλο κι αρπάζει ένα κοκορέτσι από τον σίγλο κι αρχίζει να τρέχει μες στα λιόφυτα! Το βλέπω εγώ, με πιάνει το γλυκί μου και το παίρνω το κατόπι! Έτρεχε κι ο νόνος σου ο καψερός και τα παιδία. Τα ταμπουρλονιάκαρα να βαρούνε κι εκειό το λυσσάρικο, τον πάθο μέσα του, να τρέχει με το κοκορέτσι στο στόμα και να σηκώνει μπουχό! Τελικά εκαταφέραμε και το πιάσαμε και τι να κάμουμε παιδάκι μου, ξέρεις τι ανάγκη υπήρχε; Το πλύναμε το κοκορέτσι με νερά, το ψήσαμε και το πουλήσαμε. Από εκειό επεριμέναμε για να ζήσουμε, δέκα νοματαίοι ήμαστε.
Ω παιδάκι μου, αν έζηε ο νόνος σου είθε να σου χε 'πωμένα γύρευε πόσα! Εγώ δεν τα θυμάμαι κι ούλα. Που να τα θυμάμαι; Ξέρεις τι έχω περασμένα; Άστη κουβέντα απαρατημένη! Και καλά και κακά. Όμως να σε χαρώ, όσο φτάνω προς το τέλος μου, όλο τα καλά κοιτάω να θυμάμαι, τα κακά τα πετάω ούλα στον πάτο του πηγαδιού..."
Κι όπως έσβηνε το τσιγάρο της στο τασάκι, ετέλειωσε και την ιστορία της και κούνιε το κεφάλι της πάνου κάτου με θλίψη κι ευτυχία μαζί. Εγώ έφυγα από το σπιτικό της παίρνοντας μαζί μου, μόνο την ευτυχία που μου χάρισε. Μόνο την ευ-τυχία!
2 σχόλια:
πολύ ενδιαφέρουσες οι αναρτήσεις σου..χρειαζόταν ένα τέτοιο blog στη Ζάκυνθο. Είμαι και εγώ από τα μέρη σου...αν θέλεις πέρνα από τους ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ μου
saludos a Gracia y su locura por los fados
pacobailacoach.blogspot.com
Δημοσίευση σχολίου