Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

μια αγαπημένη συνήθεια



την κυριακή το μεσημέρι θα είμαστε στον άγιο λύπιο, σε πείσμα αυτών που προσπαθούν με όλη τους τη δύναμη να καταστρέψουν τη ζωή μας

Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ, ΤΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ (ΔΗΘΕΝ ΞΕΝΩΝΕΣ ΤΟΥ ΤΕΙ) & ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΩΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΥΠΙΟΥ









Φίλοι αγαπημένοι μου λένε πως δεν είναι ώρα να ασχολούμαι με τα ιερά ξενοδοχεία-ξενώνες και το ξερίζωμα του ελαιώνα του Αγίου Λύπιου: “τώρα ο κόσμος καίγεται για τη χώρα και το μέλλον της”.

Τώρα σκέπτομαι, που όλοι έχουμε την προσοχή μας στην καταιγίδα που έχει εισβάλει στο σπίτι μας, κάποιοι περιμένουν να μας πιάσουν στον ύπνο και να κάνουν αυτά που καιρό ήθελαν, μα δε μπορούσαν.

Τώρα πιστεύω οφείλουμε να είμαστε διπλά προσεκτικοί: να φυλάξουμε με στοργή και αυταπάρνηση την πολιτιστική κληρονομιά αυτών που μας έφεραν στον κόσμο, την παιδική μας ηλικία με τις αναμνήσεις της, τα ίχνη από τους μεγάλους ανθρώπους που έζησαν εδώ κάποτε.

Οι Ζακυνθινοί θα προστατέψουμε το πανάρχαιο έθιμο, τον ιστορικό αυτό τόπο - τα ιερά και τα αγαπημένα μας, όσο δύσκολες και αν είναι οι ημέρες που ζούμε!

Διονύσιος Ευστ. Βερτζάγιας
Εκπαιδευτικός

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

για όσους δεν μπορούν να είναι εκεί


την κυριακή του θωμά (φέτος πρωτομαγιά) μπορείτε να δείτε το πανηγύρι στο μοναδικό ελαιώνα του αγίου λύπιου, ζωντανά από το vertzak_tv

πρώτη φορά στη ζάκυνθο live μετάδοση στη διαδικτυακή τηλεόραση με επαγγελματικό τρόπο (ανάμεσα σε άλλα ταυτόχρονη χρήση πολλών καμερών και μικροφώνων, μοντάζ σε πραγματικό χρόνο)

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Το Πανηγύρι του Άι Λύπιου το '60

Η νόνα μου η Μπάμπαινα (γυναίκα του Μπάμπη τση Γάτας) και μερικά από τα παιδία τους.
Αριστερά, κουστουμάδος, ο Γιώργος. Ο μεγαλύτερος γιος του Μπάμπη, από τον πρώτο γάμο του. Παραδίπλα η γυναίκα του κρατάει αγκαλιά την κόρη τους.

Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στο πανηγύρι του Άη Λύπιου, το 1965.

Σάββατο 10 Απριλίου 2010

Και του χρόνου αντεταδόροι!


Ο Μπάμπης τση Γάτας και η Μπάμπαινα, μαζί με τα 7 από τα 8 παιδία τους, στις Παράγκες της Παναγούλας. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1962, για το βιβλιάριο της Πρόνοιας.



Τούτο το Πάσχα, το φετινό, ήταν εντελώς διαφορετικό από όσα μπορώ να θυμηθώ τα 34 χρόνια της ζωής μου. Τα αντέτια κρατήθηκαν αλλά μακριά από το σπίτι των νόνων στο Ψήλωμα αφού η νόνα πέθανε τον περασμένο Φλεβάρη.

Έτσι, ούτε κουλούρια ζυμώσαμε στη σκάφη, ούτε αυγά εβάψαμε με βαφές ρούχων στις μεγάλες κατσαρόλες που κάποτε τάιζαν πάνω από δέκα νοματαίους, ούτε σγατζέτα πλύναμε στις αυλές το γύρω από το λυόμενο. Η κάθε μία οικογένεια έκαμε τα χρειαζούμενα στο δικό της σπιτικό, ορισμένες δε δεν εκάμανε τίποτα, για το κορέτο. Κι όλα ετούτα ήταν ένας ετεροχρονισμένος μα βίαιος απογαλακτισμός αφού όλοι γνωρίζουμε πως μια μέρα θα τελειώσει η ζωή αλλά ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι προετοιμασμένος εντελώς για το "μοιραίο".

Ο θάνατος τση νόνας, έφερε πιο κοντά τους ζωντανούς, όπως γίνεται συνήθως στις φαμίλιες. Πλέον συναντιόμαστε πιο συχνά στο Ψήλωμα, για καφέ, για φαγητό, για κουβέντα αλλά κυρίως για να διατηρούμε την αίσθηση πως αν και οι γονείς έφυγαν, το σπίτι παραμένει ζωντανό από τα τόσα παιδία, τα τόσα περισσότερα εγγόνια και τα λίγα, μέχρι στιγμής, δισέγγονα. Να εξομολογηθώ με την ευκαιρία, πως ετούτες οι συναντήσεις έχουν βγάλει στην επιφάνεια και πολλά κρυμμένα ταλέντα του σογιού, που θέλοντας να ξεπεράσουν τη θλίψη, σκάρωσαν στιχάκια, για να τσιγκλήσουν ο ένας τον άλλονε, με μεγάλη επιτυχία!


Κι εγώ σήμερα, δεν έχω καμία ιστορία να γράψω για τον Άγιο Λύπιο. Νοιώθω πως τα έχω πει ούλα, πως σας τα έχω γράψει ούλα. Τα τελευταία χρόνια, όλο και έκλεβα καμία ιστορία από τη νόνα και τηνε ποστάριζα, εφέτος δεν πρόλαβα. Σίγουρα θα μπορούσα να πάρω κουβέντες από τα παιδία αλλά δεν θέλησα, και να με συμπαθάτε γι' αυτό.


Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό, επισκιάζοντας όλα τα υπόλοιπα, είναι εκειό που μου 'χε πει η συχωρεμένη, πως μία χρονιά τους έβρεξε και σχόλασε το πανηγύρι αμπονόρα. Δεν προκάμανε να πουλήσουνε ούτε ένα μπουκούνι ψητό κι αυτό ήταν μεγάλη αβαρία. Η νόνα μου έβριζε θεούς και δαίμονες, ο νόνος μου ήταν φαρμάκι μα της έλεγε να σωπάσει και τα παιδία, τα μεγαλύτερα, εκλαίγανε, για τη ζημία. Ετρώανε αρνί, μία βδομάδα!


Έτσι, φίλε Βερτζάγια, συμμερίζομαι την αγωνία σου κάθε χρόνο, μη πα' και βρέξει και δεν γενεί το πανηγύρι. Ψητά δεν έχεις εσύ να δώκεις, για να φοβάσαι μη σου μείνουνε απούλητα αλλά έχεις μια άλλη αποστολή, ένα τάμα σα να λέμε, να διατηρήσεις εφτούνο το αντέτι, που μαζί με λιγοστά ακόμα, είναι η μόνη σύνδεση που έχουμε οι νεοζακυθινοί με εκειές τις παλαιές, τις χρυσές μέρες.


Ελπίζω αύριο, ο ήλιος να συμπαρασταθεί στην προσπάθεια ετούτη κι εμείς θα είμαστε εκεί, από κοντά, να κάμουμε ό,τι μπορούμε.


Και του χρόνου!

Dana Semitecolo


Σημείωση: Είχα βρει κάποιες φωτογραφίες τελευταία, στο σπίτι τση νόνας, από το πανηγύρι, τα χρόνια που ακόμα έψενε ο νόνος μου εκεί αλλά είναι αδύνατον να τις ανεβάσω, για καθαρά τεχνικούς λόγους. Λυπάμαι πολύ γι' αυτό. Ευελπιστώ σύντομα να μπορέσω να το κάνω.

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Ραντεβού και φέτος.

Μια «συνάντηση» στον Άγιο Λύπιο




Κ’ εδώ, τραβώντας κάποιος για το Καλητέρο και το μετόχι του Αγίου, φίλος-προσκυνητής απλός της Φύσης, της Ποίησης και των (όποιων) πνευμάτων, φέρνει στον νου και στην καρδιά τη μορφή (το «προσωπείο») και τον λόγο, τον θαυμαστά λυρικοσατιρικό, του Διονυσίου Σολωμού, του αυστηρού κριτή-ιδεαλιστή κ’ αισθαντικού «εγκάτοικου» στο πάλλευκο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, έχοντας αθανατίσει τον χώρο ή το τοπίο του ως «σημείο» υποβλητικό, ρεαλιστικής και συμβολικής σημασίας ή διάστασης.
Και «συναντάμε» τον Ποιητή της Φαρμακωμένης και των Ελεύθερων Πολιορκημένων και τον ακούμε καθαρά να ονοματίζει της «αλυπίας» τον Άγιο τρεις φορές (όχι τυχαία) στο πρώτο κεφάλαιο της περίτεχνης Γυναίκας της Ζάκυθος, γράφοντας τα εξής:
«Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, είπα να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι λέγω:
Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές,
Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά […]

2. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ’ άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, οπού με ευφραίνει πολύ.
Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της Ζάκυθος.

3. Έτσι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα αποπάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.»
~•~

ΕΤΣΙ, μυστήρια και άρρηκτα, δένονται η ομορφιά, η αρμονία και η υποβλητική απλότητα του γύρω από τον Άγιο Λύπιο χώρου με το πνεύμα και την ψυχή, με τον «κόσμο» του μοναχικού και άγρυπνου Διονυσίου Σολωμού, με τον απέριττο (βιβλικής χροιάς) εξομολογητικό και καταγγελτικό του λόγο στη διαχρονικά «παρούσα» Γυναίκα της Ζάκυθος. Μ’ έναν τρόπο δηλ., που συνδυάζει ή συσχετίζει καίρια και εκφραστικά το θρησκευτικο-πατριωτικό στοιχείο με το έντονα φυσιολατρικό, το εξωτερικό-αντικειμενικό με το ατομικό-διαπροσωπικό, το ρεαλιστικό με το ψυχοπνευματικό (μεταφυσικό). Και ακόμη, το στοιχείο της αναζήτησης ή της διαπίστωσης του Δίκαιου και του Άδικου, της Ομορφιάς και της Ασχήμιας, της Καλοσύνης και της Κακίας, του υλικού και του άυλου, του αγγελικού και του διαβολικού κ.λ.π.
Και όλ’ αυτά, για να φανερωθεί από τον ανθρωπογνώστη και μύστη-Ποιητή η αλήθεια για τις πληγές και για τα θαύματα του κόσμου, καθώς και η παρήγορη μεταμορφωτική-αναστατική δύναμη της ζωής και της ύπαρξης, ακόμη και μέσα από ένα μικρής έκτασης μα γραφικό κ’ ελκυστικό τοπίο ή κομμάτι γης ζακυνθινής). Αυτό, που μπορεί για πολλούς να συνδέεται με το εκεί λαϊκό πανηγύρι της Κυριακής του Θωμά (ευχάριστο σε καιρούς αλλοτινούς αλλά παρακμασμένο -όπως τόσα και τόσα- στην αλλοτριωτική εποχή μας), μα που χάρη στον εμπνευσμένο και ηδύσημο λόγο του Σολωμού παραμένει εσαεί και σημείο αναφοράς για τη αίσθηση μίας Ανάστασης, βασισμένης στον σεβασμό προς τις ανθρώπινες αξίες και τα δωρήματα της φύσης. Αυτά ακριβώς, που παρηγόρησαν, σε ώρες λύπης περισσής, και τον Ιερομόναχο Διονύσιο (Σολωμό) στο ξωκλήσι ή στο κελί του Αγίου Λύπιου, σ’ ένα τοπίο αναγεννησιακής ή ρομαντικής απεικόνισης, όπως τότε ο Ποιητής το «είδε» και το έζησε (σαν μια «υπόθεση ψυχική» κι αυτό), με «μυρωδίες του κάμπου», με «γλυκότρεχα νερά» και «αστρόβολον ουρανό».

ΜΑΚΑΡΙ κ’ εμείς -και οι επόμενοι- να δούμε και να νιώσουμε, μέσα από την προσπάθεια και τη «συνάντηση» κάποιων σύγχρονων ρομαντικών για αναβίωση ενός ιστορικού πανηγυριού, εκεί στο Καλητέρο και στα λιόφυτα του Άι-Λύπιου, να επιβιώνει -και να παρηγορεί βαθύτερα- «κάτι», λίγο έστω, από αυτήν την ομορφιά της Φύσης, από τ’ ανθεκτικά και ανόθευτα του λαού μας στοιχεία κι από τα «μιλήματα» των Ποιητών μας, όπως αυτά τ’ ανεπανάληπτα του θαυμαστού ή του θαυματουργού «εγκάτοικου» και οραματιστή, στον κάποτε τόσο «ζωντανό» Άγιο Λύπιο, Διονυσίου Σολωμού.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ
Απρίλης 2006

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

...



στο μαγευτικό ελαιώνα του αγίου λύπιου (έτσι γράφει η πρόσκληση σε event στο facebook), θα μαζευτούν πολλοί φέτος, κυρίως νέοι και νέες, την κυριακή του θωμά

γονείς που ονειρεύονται για τα παιδιά τους, θα τα πάρουν μαζί να στρώσουν κατάχαμα το γιορτινό τραπέζι, πάνω στα αγριολούλουδα, στη σκιά των πελώριων ελαιόδεντρων που επιβίωσαν (φωναχτή παραφωνία) στο τσιμεντοκρατούμενο πρώην φιόρο του λεβάντε

ποιος το επιτρέπει; να κοπούνε άμεσα, χαλάει η ομοιομορφία του τοπίου!

θα έρθουνε και παλιοί να θυμηθούν τη μόνη τους πατρίδα, την παιδική τους ηλικία

σε μια σκιά των περίεργων δέντρων ο Ποιητής κουβεντιάζει με έναν ιερωμένο

τα παι διά τριγύρω, οι νέες και οι νέοι τον κάνουν χαρούμενο

οι μπετονιέρες που πλησιάζουνε απειλητικά τον τρομάζουν



.

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

Τη Κυριακή, θα πάμε στον Αϊ Λύπιο!

Στην εθιμοτυπική επίσκεψη στο σπίτι των θείων, απόγευμα Κυριακής του Πάσχα, συνάντησα τη νόνα μου μετά από κάμποσες μέρες. Χαρούμενη ανάμεσα σε κάποια από τα παιδία της, τα εγγόνια της μα και τα δισέγγονά της, ίδια και απαράλαχτη εδώ και κάμποσα χρόνια. Λες και ο άνθρωπος, όταν γεράσει, μένει στάσιμος. Δεν αλλάζει πια.

Ευχαριστημένη που έζησε άλλο ένα Πάσχα, έκανε το σταυρό της κι έλεγε "Δόξα συ ο Θέος! Να μ'αξιώσει και του χρόνου..." Άλλες φορές πάλι, μας λέει ότι βαρέθηκε να ζει 85 χρόνια και πως θα ήθελε να πεθάνει, να πάει να βρει τον άντρα της, τον Μπάμπη. Συχνά την πειράζουμε και της λέμε πως δεν τον αφήνει ούτε πεθαμένο να ησυχάσει. Θα πάει να τον βρει για να του κάμει φαωμάρα, όπως όταν ζούσε. Κι αυτή, μια γελάει και μια θυμώνει με τα πειράγματά μας.

Βρήκα ευκαιρία να την "ξεμοναχιάσω" αφού προσφέρθηκα να την γυρίσω εγώ στο σπίτι της στο Ψήλωμα, το βραδάκι. Στη μισή διαδρομή μου ευχόταν "του Χριστού τα καλά". Στην υπόλοιπη διαδρομή, προσπάθησα να της αποσπάσω κι άλλες πληροφορίες για το πανηγύρι του Αϊ Λύπιου, που θα γίνει κι εφέτος τη Κυριακή του Θωμά.

"Τι με σταυρώνεις πάλι με τον Αϊ Λύπιο; Ούλα στα 'χω 'πωμένα!", μου φώναξε ενώ επέμενα να μου πει καμία ιστορία παλαιή από αυτή τη μέρα. "Πέσμου εσύ κι έννοια σου, θα έρθω να σε πάρω να πάμε αντάμα στο πανηγύρι!", της απάντησα μήπως και την πείσω.

"Ωωωω όλο να με σταυρώνετε θέλετε! Όπως με σταυρώνανε κι εκειά τα γλυκιάρικα τα παιδία μου όταν ήτουνα μικρουλάκια. Ούλα τα σέρναμε μαζί μας στον Αϊ Λύπιο. Σάμπως είχα πουθενά να τα αφήσω; Κι ήτανε χρεία, παιδάκι μου, να βοηθήσω το νόνο σου που έψενε. Τον μικρώνε, μωρό τον είχα μία φορά και του είχα βάλει ένα ωραίο φορεματάκι, που του το είχα πλεμένο εγώ. Απάνου στη παγκάδα το είχα ούλη μέρα.

Βλέπεις εκειές οι γαϊδούρες οι κόρες μου οι μεγάλες, εγκομενίζανε κι όλο τσι έχανα όποτε τσι χρειαζόμουνα. Εκεί που επαρισιαζότουνα η μία, νάσου έχανα την άλλη. Η μάνα σου 15 χρωνόνε, εγύρναε με τον πατέρα σου εκεί χάμου κι εκειός τση μάζωνε κοκοράκια. Εφτά πριν τα φτιάξουνε! Και μία άλλη φορά, την έβαλε οπίσω στο ποδήλατο να τηνε πάει βόρτα και μου την έφερε πίσω μπουκουνιασμένη! Τση πήρε το πόδι η αντένα τση ρόδας και τση φαε τη φτέρνα. Κι ο νόνος σου εψηνότουνα απάνου τσι φωτίες για να βγάλει μία δραμή να μας ταΐσει, τόσα στόματα.

Ποίονε να προτοεκοίταγα να σε χαρώ; Το νόνο σου; Τσι κοπέλες; Τα μωρά; Με βουρλίσανε! Και τώρα, κάνετε ένα παιδί ούλο κι ούλο και βαρυγκομάτε πως δεν αντέχετε από τη κούραση. Ορέ ξύλο που θέλτε! Κι εσύ κυρά μου, κοίτα να κάμεις κι άλλο παιδί γιατί θα τονε καταστρέψεις το γιο σου άμα τον αφήκεις μοναχό του. Τι περιμένεις; Να σε φωτίσει ο Άγιος Λύπιος;;;

Το λοιπόνε, τι ώρα θα 'ρθεις να με πάρεις τη Κυριακή; Να 'μαι έτοιμη!", τέλειωσε τη κουβέντα της και της απάντησα χαμογελαστή:

"Με' τσι δώδεκα ώρες νόνα, να 'σαι ντι πιου!"

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

πανσέληνο νύχτα συναντηθήκαμε κρυφά στον Άγιο Λύπιο...




Τη πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη, τη πανσέληνο νύχτα που την έκλεψε απ’ τον Αύγουστο, συναντηθήκαμε κρυφά στον Άγιο Λύπιο... για να πετάξουμε αετό . Τη τρέλα της παρέας ακολούθησε και ο Τσίφτης ο σκύλος του Σκούληκα. Από παλιά το μέρος εκείνο ήτανε τόπος μεταφυσικός.

(πίνακας και σχόλιο του Μπάμπη Πυλαρινού).

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Το εκκλησάκι γιορτάζει!


Το ημερολόγιό μου σήμερα γράφει: Τετάρτη 26 Νοεμβρίου - Αλυπίου του κιονίτου, Στυλιανού του Παφλαγόνος, Νίκωνος του μετανοείτε, Γεωργίου νεομάρτ.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

agios lipios 1


ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΙΣ ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

...κι Άη Λύπιου πανηγύρι...

Πριν λίγες μέρες, επήγα να ειδώ τη νόνα μου και να ανταλλάξουμε αναστάσιμες ευχές. Τηνε βρήκα να κάθεται στη γνωστή της θέση στην κουζίνα να ρουφάει το καφεδάκι της και να φουμάρει ένα από εκείνα τα "κομμένα" τσιγάρα της. Πέρυσι τέτοια εποχή, εχαροπάλευε στο νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας κι εφέτος, μοιάζει καλύτερα από ποτέ ενώ είναι σχεδόν 85 χρονών.

Είπαμε διάφορα, άκουσα με υπομονή τα παράπονά της για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που περιελάμβανε από τα παιδία της μέχρι τα μαλλιά της που πετάνε και πάντα μαζί με άσχετες κουβέντες, τα αποτελέσματα της αρτηριοσκλήρυνσης. Εσκέφτηκα πως ο Θεός έχει προνοήσει και στέλνει διάφορα στους γέρους αθρώπους προκειμένου να μην σκέφτονται τι έχουνε περασμένο ούλη τους τη ζωή και βουρλίζονται.

Σε έναν καιρό, άρχισα να της λέω για την προσπάθεια που γίνεται για την αναβίωση του πανηγυριού και την προστασία του Άη Λύπιου από ιστορικής μα και οικολογικής άποψης. Αναφώνησε ένα "ωωωωω ιμένανε" από εκείνα που δηλώνουν ευχαρίστηση και τράβηξε μία γερή ρουφηξιά καπνό. Δεν ήθελα να την πιέσω να σκαλίσει μνήμες από εκειό το πανηγύρι του Άη Λύπιου αλλά λαχταρούσα πολύ να ακούσω κάτι. Εκείνη, λες και διάβασε στα μάτια μου την επιθυμία επήρε το φλυτζανάκι της στο χέρι κι άρχισε να μου λέει...

"Ω παιδάκι μου, με τον συγχωρεμένο τον νόνο σου δεν ελείψαμε ποτέ, εκειά τα χρόνια, από κανένα πανηγύρι. Εψέναμε σε ούλα! Εμέ να σου πω, ήτουνα τ' αγαπημένο μου του Άη Λύπιου. Ξέρεις τι κόσμος μαζευότουνα; Ούλη η Ζάκυθος! Από τον κάμπο, από τα χωρία τση Ρίζας και από ούλα τα ορεινά! Και να σου πω και τ' άλλο; Ερχότουνα και οι "αφεντάδες" και οι απλοί. Πλούσιοι και φτωχοί. Και ούλοι παρέα ετρώγανε κι επίνανε κάτω από τα λιόφυτα και τραγουδάανε κι εχορεύανε."

Την παρακολουθούσα αμίλητη κι ένοιωθα απίστευτα χαρούμενη και τυχερή, που την άκουγα. Έβγαλε άλλο ένα "κομμένο" τσιγάρο από την τσέπη της μπροστέλας της, το άναψε και σαν να πήρε δύναμη, συνέχισε...

"Μία φορά, να ειδείς τι εγίνηκε! Είχε ψωνισμένο κάνα, δυο μέρες ενωρίτερα ο νόνος σου, αρνοκάτσικα από τσι Μαριές, διαλεχτά! Τα καλύτερα ζωντανά! Τα είχε σφάξει στο σφαγείο και τα είχαμε πίσω στην αποθηκούλα αποβραδίς, κρεμασμένα. Είχαμε πλεγμένες και γαρδούμες και κοκορέτσια, πρώτης τάξεως. Μας εβοηθάγανε κι εκειά τα γλυκιάρικα. Να, άμα ρωτήσεις τη μάνα σου, θα το θυμάται.

Πάμε το λοιπό το πρωί αμπονώρα, στον Καλλιτέρο. Στηλιώνουμε την παγκάδα με τα εργαλεία και τη ζυγαριά, το σκαμνί, τσι ψησταριές, ούλα μας τα πράματα. Είχα τον μικρόνε μωρό και τον είχα ντυμένο με ένα ωραίο πλεχτό φόρεμα, λευκό. Έχω και φωτογραφία, άμα την εύρω θα σου τηνε δείξω ψυχή μου. Τα στήσαμε που λες ούλα και ψέναμε τα πράματά μας. Αρχίσανε να έρχουνται και συγγενείς και κουμπάροι και φίλοι και γνωστοί και ούλοι επερνάγανε από την παγκάδα μας, για τα χρόνια πολλά και για το κέρασμα. Ούλοι πρώτοι για αμούτσι! Ξέρεις ο νόνος σου πως ήτουνα φιλότιμος, εκέρναε ούλο το κόσμο και γι' αυτό ούλοι τον αγαπάανε και του φέρνανε κανίσκια από ολούθε. Τσαντίες μου τα έφερνε κάθε μέρα στο σπίτι! Δεν αγοράσαμε ποτέ λεμόνι και προτοκάλι, ούτε ψωμί, ούτε τυρί! Ούλα τα Χριστού τα καλά μας εφέρνανε!

Είχε φτάσει μεσημέρι που λες κι ετρέχαμε και δεν φτάναμε. Ούλα τα παιδία εβοηθάγανε, άλλα στη παγκάδα άλλα στις ψησταριές. Κάτω από την παγκάδα, είχαμε πάντα έναν σίγλο που εβάναμε μέσα τα κοκορέτσια και τσι γαρδούμες. Τόμου ηθέλαμε να ψήσουμε ετρεβάγαμε από εκεί μέσα, το κόβαμε και το βάναμε στη ψησταριά. Έναν καιρό εκεί που εδουλεύαμε ούλοι, έρχεται ένα κοπρόσκυλο κι αρπάζει ένα κοκορέτσι από τον σίγλο κι αρχίζει να τρέχει μες στα λιόφυτα! Το βλέπω εγώ, με πιάνει το γλυκί μου και το παίρνω το κατόπι! Έτρεχε κι ο νόνος σου ο καψερός και τα παιδία. Τα ταμπουρλονιάκαρα να βαρούνε κι εκειό το λυσσάρικο, τον πάθο μέσα του, να τρέχει με το κοκορέτσι στο στόμα και να σηκώνει μπουχό! Τελικά εκαταφέραμε και το πιάσαμε και τι να κάμουμε παιδάκι μου, ξέρεις τι ανάγκη υπήρχε; Το πλύναμε το κοκορέτσι με νερά, το ψήσαμε και το πουλήσαμε. Από εκειό επεριμέναμε για να ζήσουμε, δέκα νοματαίοι ήμαστε.

Ω παιδάκι μου, αν έζηε ο νόνος σου είθε να σου χε 'πωμένα γύρευε πόσα! Εγώ δεν τα θυμάμαι κι ούλα. Που να τα θυμάμαι; Ξέρεις τι έχω περασμένα; Άστη κουβέντα απαρατημένη! Και καλά και κακά. Όμως να σε χαρώ, όσο φτάνω προς το τέλος μου, όλο τα καλά κοιτάω να θυμάμαι, τα κακά τα πετάω ούλα στον πάτο του πηγαδιού..."

Κι όπως έσβηνε το τσιγάρο της στο τασάκι, ετέλειωσε και την ιστορία της και κούνιε το κεφάλι της πάνου κάτου με θλίψη κι ευτυχία μαζί. Εγώ έφυγα από το σπιτικό της παίρνοντας μαζί μου, μόνο την ευτυχία που μου χάρισε. Μόνο την ευ-τυχία!

Τετάρτη 30 Απριλίου 2008

Οι ζακυνθινοί blogers ανεβάζουν το θεμελιώδες έργο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού, συμπαραστεκόμενοι από κοινού στην προσπάθεια για την ιστορική και οικολογική διάσωση από τον αλόγιστο τουρισμό και ανάδειξη του χώρου του Άη- Λύπιου, όπου διαδραματίζεται το έργο.

«Ο Αη-Λύπιος».


Έργο του bloger Μπάμπη Πυλαρινού.

H Γυναίκα της Zάκυθος.

Διονυσίου Σολωμού.



ΚΕΦ.1

1. Εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι, λέγω:
2. Ότι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με ένα καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές,
3. και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού, έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό·
5. και το είδα σκεδόν γιομάτο, και είπα: Δόξα σοι ο Θεός·
6. γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα Του, και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
7. Και οι δίκαιοι κατά την Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό, επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους, ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα, με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου·
10. και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν αποκάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13. ασήκωσα τα τρία μου έρμα, και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στην τζέπη του ράσου μου, και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και [ο] νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του.
16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα·
17. και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε' μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε αποπάνου μου όλα τ' άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα οπού με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου γιατί είδα πως εχασομέρησα. Και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Γυναίκα της Ζάκυθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαρία ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε το δρόμο.
22. Και μη θέλοντας εγώ να τα κλωτζοβολήσω, για να μην εγγίξω την ψώρα και τα αίματα πού 'χανε, εστοχαστήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα, επήρε και αυτός μία πέτρα
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονύσιου του Ιερομόναχου, δεν το πίτυχε· γιατί από τη βία τη μεγάλη με την οποίαν ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε, και έπεσε.
27. Έτζι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά, και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα αποπάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.


ΚΕΦ.2

1. Το λοιπόν, το κορμί της γυναικός, ήτανε μικρό και παρμένο.
2. Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε για να ρουφήξουν το τηχτικό, και αποκάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο, αν εκοίταζες από την άκρη του πηγουνιού ώς την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη, και αποπάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη γυναίκα, ήθελ' έβρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε πάντα σάγριο, πότε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν' αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπροστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα απάνου πού 'τανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μ' όλον πού 'τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο, και τα φρύδια, και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας την πονηρία.
11. Και αυτή η θωριά η γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δυο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο.
12. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ' έκανε να στοχαστείς, ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την τρικυμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένο από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά εφαινότουνα η φωνή της, εκείνη οπού κάνουν οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους.
19. Και μ' όλον τούτο, όταν ήτουν μοναχή επήγαινε στον καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε και έκλαιε.
20. Και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ' όσες είναι στα Εφτάνησα.
21. Και ήταν για να χωρίζει ανδρόγενα και αδέλφια, επιδέξια σαν το Χάρο.
22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της, εξύπναε τρομασμένη.
23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτιά, της ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
24. σαν τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς, τα βλέπεις ξεντερολοϊσμένα και λερωμένα, να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού, και βουρλίζουν τον κόσμο.

Εδώ σταματάει, κάπως απότομα, το δεύτερο κεφάλαιο, αφήνοντας έξι σελίδες άγραφες.
Το επόμενο κεφάλαιο, ο Σολωμός το είχε αριθμήσει ― συμβατικά, λέει ο Πολίτης ― πρώτα 18ο και αργότερα 20ό. Ένα είναι βέβαιο: αρχικά, το κεφάλαιο που θα διαβάσουμε τώρα, περιλάμβανε 50 παραγράφους, τις οποίες κατόπι ο Σολωμός υποδιαίρεσε σε 11 + 38 παραγράφους, δημιουργώντας έτσι δύο ανισομεγέθη κεφάλαια.


ΚΕΦ. 3

1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και σκεδόν ολημέρα και συχνά και τη νύχτα έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ·
2. και πολλές γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ' αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά 'βγουνε και επροσμένανε να βραδιάσει για ν' απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες.
4. Και είχανε δούλους και γίδια, και πρόβατα και βόιδια πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά 'βγουνε.
6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς.
7. Και όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ' ακρογιάλι, και συχνά ασηκώνανε το κεφάλι ν' ακούσουνε, γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μισολόγγι.
8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγεια και τα χαμώγεια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια, γυρεύοντας.
9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους,
10. και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού, και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
11. Και οι πλέον πάνφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.


ΚΕΦ. 4

1. Ωστόσο η Γυναίκα της Ζάκυθος είχε στα γόνατα τη θεγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει, γιατί ήθελε νά μπει εκεί πού 'τανε το κρεβάτι, και η Γυναίκα δεν ήθελε.
2. Έβαλε, το λοιπόν, το ζουρλάδι τα μαλλιά της αποπίσω από τ' αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τά 'χε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
4. Και αφού την εχάιδεψε, και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: «Να και ένα καθρεφτάκι, και κοιτάξου που εισ' όμορφη και μου μοιάζεις».
5. Και η κόρη, που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά, ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και η Γυναίκα εκίνησε για να πάει εκεί που είναι το κρεβάτι, αλλά άκουσε μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά την θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζονται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού· εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. «Και έτζι δα, πώς την κάνουμε; Θα παίξουμε; Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτζα, που λογιάζω πως ήρθετε να μου δώσετε πρoσταγές».
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ' έχεις δίκιο, είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
11. Και ετότες η Γυναίκα της Ζάκυθος αποκρίθηκε: «Κυρά πολύξερη, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
12. »Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντία σου, δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. »Και τι σας έλειπε, και τι κακό είδετε από τον Τούρκο;
14. »Δε σας άφηνε φαϊτά, δούλους, περιβόλια; και, δόξα σοι ο Θεός, είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
15. »Σας είπα εγώ ίσως, να χτυπήστε τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
16. »Ναίσκε! Εβγήκετε όξω να κάμετε παλικαρίες, και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε την Τουρκιά ξάφνου.
17. »Και ποιος εμπόρειε ποτέ του να υποφτεφτεί τέτοια προδοσία; Το θέλει ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
18. »Τόσο κάνει κ' εγώ να τρέξω μες στο ξημέρωμα με το μαχαίρι στο λαιμό του αντρός μου (που να τόνε πάρει ο διάολος).
19. »Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας κατά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
20. »Καλή, μα το ναι! Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.
21. »Και όσοι μένουνε από τον ξελοθρεμό, έρχονται στη Ζάκυθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε».
22. Λέοντας, εσώπησε ολίγο, κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
23. «Και έτζι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι ή όχι; Και τώρα δα, τι ακαρτερείτε; Εβρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
24. »Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά πάρα να ψωμoζητάτε· και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νά 'ναι μία θαράπαψη, για όποιον δεν ντρέπεται.
25. »Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε; Έχω δουλειά».
26. Και φωνάζοντας τέτοια, δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
27. Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών, και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγρύλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο, και το αλληθώρικό 'σιαξε.
28. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στην πρώτη της μορφή, έλεγε: Ο διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμoυ.
29. Και η θυγατέρα της κοιτάζοντάς την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστοχήσαν την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.
30. Ετότες, η Γυναίκα της Ζάκυθος, βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της, και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
31. «Θε' μου, πώς μου χτυπάει η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή!
32. »Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες·
33. »αλλά εσύ, κόρη μου, δεν θε νά 'σαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τες άλλες γυναίκες του τόπου μoυ.
34. »Κάλλιο θάνατος! Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχτηκες; έλα, στάσου ήσυχη, γιατί αν αναδευτείς από αυτή την καθίκλα, κράζω ευτύς οπίσω εκείνες τες στρίγγλες και σε τρώνε».
35. Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερίο, χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της Γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
36. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε εκεί όπου ήτανε το κρεβάτι.
37. Και σε λίγο άκουσα το κρεβάτι να τρίξει πολύ· και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί,
38. καθώς κάνουν οι βαστάζοι, όταν οι κακορίζικοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
39. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, και ότι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της Γυναικός, οπού ανέβαινε.

Εδώ ο Σολωμός είχε αφήσει άγραφες δύο σελίδες.
Το επόμενο κεφάλαιο φαίνεται να τον βασάνισε περισσότερο από κάθε άλλο στην πρώτη μορφή. Ουσιαστικά, καθαρογραμμένες είναι μονάχα οι 4 πρώτες παράγραφοι -το υπόλοιπο κείμενο φαίνεται να ανήκει σε λίγο υστερότερη επεξεργασία, η οποία ωστόσο κατέληξε εν μέρει σε μια χωριστή καθαρογραμμένη σελίδα. Η δυσκολία προφανώς οφειλόταν κυρίως στον συμβατικά υπερφυσικό χαρακτήρα αυτού του κεφαλαίου, και πιθανώς στην επιθυμία του Σολωμού να σώσει κάτι από το πρώτο σχεδίασμα των «Ελεύθερων Πολιορκισμένων».


KEΦ. 5

1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα αποπίσω από μία φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι και αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό.
3. Και μία απ' αυτές, απλώνοντας το χέρι, και ψηλαφίζοντας το γιαλό: «Αδελφάδες», εφώναξε,
4. »ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα το Μισολόγγι: ίσως νικάει, ίσως πέφτει».
...........................................................................................................................................
Και εκίνησα για να φύγω και είδα αποπίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μία γριούλα όπου είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια, και έκαιε λιβάνι, και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε ― και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι, και κλαίοντας και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε. Και εγώ
...........................................................................................................................................
Ετότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω. Και ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μισολόγγι. Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό. Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους [sic] και όλα τα έργα τους και όλα τα πάντα, τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή, και αστροπελέκι. Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση. Και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα. Και με φωνή που εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:

Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.
Κι απ' όπου χαράζει
ώς όπου βυθά κ.τ.λ.
...........................................................................................................................................
Και ότι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε. Και οι δικοί μας και όλα μού εγίναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα ― Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα, και τα κεράκια ήταν λιωμένα και εμείνανε τα στερνά λιώματα στα χορτάρια, και το λιβάνι τελειωμένο. Και η γριούλα οπού μου έλεγε: «Δόξα σοι ο Θεός, ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σού 'ρθε. Σέ 'κραζα, σε κούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου εσταμάτηζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει ― τώρα ότι έπαψε, που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;». Και εκίνησα με το Χάρο μες στην καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα, έπειτα που [μου] φίλησε το χέρι, κάνοντας μία μετάνοια, είπε: «Και τι παγωμένο πού 'ναι το χέρι σου».


ΚΕΦ. 6

1. Και εκοίταξα τριγύρου, και δεν έβλεπα τίποτες, και είπα:
2. Ο Κύριος δεν θέλει να ιδώ άλλο, και γυρίζοντας το πρόσωπο όπου ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι Λύπιο.
3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γη αποκάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα, πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη,
4. τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
5. Και εβρέθηκα οπίσω από ένα καθρέφτη, ανάμεσα σ' αυτόνε και στον τοίχο· και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο της κάμερας.
6. Και μία φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε στο δεξί μου αυτί, λέγοντας:
7. «Ω Διονύσιε lερομόναχε, τα μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν· ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην του Θεού».
8. Και μία άλλη φωνή, ομοίως λεπτή, μου εμουρμούρισε στο ζερβί μου αυτί τα ίδια λόγια, τραυλίζοντας.
9. Και αυτήν [η] δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που εγνώρισα, όμως εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα την ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει.
10. Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δυο χοντρούς και μακριούς πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
11. Και μη ξανοίγοντας τίποτες, αναστέναξα βαθιά, και καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού βρίσκεται γελασμένος, αγρίκησα μυρωδιά από λείψανο,
12. και εβγήκα απόκει, και εκοίταξα, τριγύρου και είδα:
13. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη, στην άκρη της κάμερας, ένα κρεβάτι· και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μέσα τίποτες, και απάνου πολύ μύγα κουλουμωτή.
14. Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη e mince σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια τους και στα στήθια τους οι πελαγίσοι με το βελόνι.
15. Και είπα μέσα μου: ο Κύριος μού έστειλε ετούτη τη θέα, για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του.
16. Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να καταλάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
17. Και ανανοήθηκα πως κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια που ήτανε λερωμένα, ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
18. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου, εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.


ΚΕΦ. 7

1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο, και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού, πού 'ναι χώρις ονείρατα.
2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος, ούτε δικός, ούτε γιατρός, ούτε πνεματικός, εγώ, Διονύσιος Ιερομόναχος, έσκυψα, και με τα καλά τής έλεγα να ξαγορευτεί.
3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της, ακλουθώντας να κοιμάται.
4. Και ιδού η πρώτη φωνή, η αγνώριστη, που μού 'πε στο δεξί αυτί: «Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές, και Τούρκους που νικάνε και Γραικούς οπού σφάζονται.
5. »Τούτη τη στιγμή ένα βλέπει στον ύπνο της, το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε: ήγουν την αδελφή της που διακονεύει και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε».
6. Και η δεύτερη φωνή, που εγνώριζα, εξαναείπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας, και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς εσυνηθούσε:
7. «Αλήθεια μα-μα-μαααα την Παναγία, α-α-α-αλήθεια μ-μ-μ-μα τον Άι Νικόλα, αλ-λ-λ-λήθεια, μααααα τον Άι Σπυρίδωνα, αλήθεια μα τ' αγνάχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού».
8. Ξάφνου η Γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
9. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε, άκουσα τη φωνή της Γυναικός, οπού εφώναζε: «Όξω, πόρνη, από 'δω· δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο!»
10. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεβάτι σα για να διώξει μακρία την αδελφή της που της φαινότουνα πως ήλθε να διακονέψει.
11. Και εξεσκεπάστηκε σκεδόν όλη, και εφάνηκε ένα ψοφογάτζουλο που ήτανε σκεπασμένο από την κροπιά, και έρχεται ένας ανεμοστρούφουλας, και το ξεσκεπάζει.
12. Αλλά σπρώχνοντας το χέρι της όξω από το κρεβάτι για να διώξει την αδελφή της, εχτύπησε σε μια κάσα πεθαμένου, που εβρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
13. Και άνοιξε τα μάτια της· και βλέποντας την κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχτηκε μη τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από την κάσα μια κεφαλή γυναίκεια φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη, πολύ της έμοιαζε.
15. Τραβιέται, πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μίαν άλλη κάσα και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
16. Και έτζι εγνώρισα ότι έμελλε της Γυναικός βρεθεί, πριν ξεψυχήσει, ανάμεσα στον πατέρα της και στη μάνα της.
17. Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπό μου, και εξανάσανε το μάτι μου στον καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη Γυναίκα μοναχή.
18. Γιατί τα σώματα των άλλων δυο ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχτούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα.
19. Μαζί μ' εμέ το Διονύσιο τον Ιερομόναχο, μαζί με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
20. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νά 'ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη· και το μάτι (προσηλωμένο στον καθρέφτη) εσυγχίστηκε από το λογισμό.
21. Αλλά ακολούθως ο λογισμός εσυγχίστηκε από το μάτι.
22. Επειδή, στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
23. είδα από την κλειδωνότρουπα, που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα,
24. και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα· και δεν εκαταλάβαινα τίποτες· και εξανακοίταξα στο μέρος della νisiοne.
25. Και ήτανε μεγάλη σιωπή, και δεν άκουες να βουίζει μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος· γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις τον καθρέφτη,
26. ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα del νelο που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά.

Εδώ ακολουθεί άλλο ένα προβληματικό κεφάλαιο. Αρχικά ο Σολωμός είχε καθαρογράψει μονάχα τις δύο πρώτες παραγράφους και είχε αφήσει κενή την υπόλοιπη σελίδα ― ωστόσο, στην επόμενη σελίδα συνεχίζει, μάλλον χωρίς ουσιώδες χάσμα με τα προηγούμενα, αλλά χωρίς να αριθμεί τις παραγράφους. Οπωσδήποτε, τούτο είναι το πιο σύντομο από όλα τα κεφαλαία της πρώτης μoρφής.


ΚEΦ. 8

1. Αλλά η μάνα της, χωρίς να κοιτάξει κατά την θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θεγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
2. «Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει γιατί σκιάζεται το κακό σου· και έτζι έκαμε[ς] και εσύ μ' εμέ.
...........................................................................................................................................
[3] «Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα,
[4] »σ' την ξανάδωσα μία ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ' την ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό,
[5] »και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας».
[6] Έτζι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
[7] Ετότε ο γέρος ανακατώθηκε μες στην κάσα του, ασήκωσε το δάχτυλο κατά τη θεγατέρα του και ετραύλισε την κατάρα του.

«Kεφάλαιον ύστερον» ονόμασε εξαρχής ο Σολωμός το τελευταίο κεφάλαιο που θα διαβάσουμε εδώ. Αργότερα πρόσθεσε άλλο ένα «Kεφάλαιον ύστερον» και ακόμη αργότερα σχεδίασε ένα περαιτέρω «capitοΙο uItimο». Όμως για μας, τώρα, «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» τελειώνει ως εξής:


Kεφάλαιον ύστερον

1. Και ο πατέρας και η μάνα αναληφτήκανε. Και η Γυναίκα, μονάχα ετότες άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί,
2. και εχύθηκε πηδώντας ψηλά, σαν τ' άστρο το καλοκαίρι, που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο.
3. Και εβρέθηκε στον καθρέφτη, στον οποίον εχτύπησε, και οι μύγες εφύγανε, και εβουίζανε στο πρόσωπό της.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, που την αδράχνανε από το μούτρο, έτρεχε εδώ και εκεί
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νά 'βρει για διαφέντεψη, και ήβρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει,
6. και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
7. Και τρέχοντας με το κοντό πουκάμισο, που είχε κάμει κοντό από τη φιλαργυρία της, έπαιξε το μάτι της στον καθρέφτη
8. και εσταμάτηξε, και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλό της και αναγέλασε.
9. «Ω κορμί! Ω κορμί! Τι πουκάμισο; Ε! Καταλαβαίνω εγώ· και ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για να 'ν' έτοιμο να κριματίσει.
10. »Αλλά ποιος νά 'ναι; Μα την αλήθεια, που της μοιάζει ολίγο: αα! εισ' εσύ, μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τζίμπλα της γουρούνας, γαϊδούρα, κροπολόγα, σκατή!
11. »Να τέλος πάντων ό,τι σου επροφήτεψα· και οι χίλιοί σου ηγαπημένοι; Δεν σ' έμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
12. »Είσαι στα χέρια μου· τι θέλεις να σου κάμω, ψυχικό; Τώρα σ' το κάνω. Να ιδώ α' σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι μουρλή».
13. Έτζι λέοντας, έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο εβρισκότουνα στο πρόσωπό της.
14. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μια θηλιά και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
15. Και αφού την ετέλειωσε, είπε: «Ακλούθα με αποπίσω από τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό.
16. »Γιατί έρχεται κάπου-κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ' έχει και εκείνος, και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη».
17. Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
18. Και η ταραχή έπαψε και έκαμε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα, και με φωνή πνιμένη από την ευχαρίστηση είπε: «Να, μάτια μου, το ψυχικό».
19. Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέηση για να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει.
20. Και τελειωμένη η δέηση, εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη. Και δεν ήτον εκεί.
21. Και αιστάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μάγουλά μου,
22. και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
23. Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου.
24. Και επέρασα πέρα, με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο, να πάω να την εύρω.
25. Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τι που με χτύπησε,
26. και έπεσα ξαφνισμένος τ' ανάσκελα. Και είδα την Γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.




(από το «H Γυναίκα της Zάκυθος. Mία νέα ανάγνωση της πρώτης μορφής παρουσιασμένη από τον Γ. Π. Σαββίδη», Περίπλους, Γ΄ 10, Άνοιξη-Kαλοκαίρι 1986)

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Έτσι εγώ έφθασα στο κελλί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάστασι..
Διονύσιος Σολωμός, Γυναίκα της Ζάκυθος.

Πού αλλού θα ιδώ Βουνά, Σκοπό,΄Ψηλώματ΄, Ακρωτήρι,Γαρδούμ΄ Αναληψιώτικη κι ΄Αϊ Λύπιου πανηγύρι;
Γιάννης Τσακασιάνος, Ζακυθινός-Σπουργίτης

Στον αιωνόβιο ελαιώνα που βρίσκεται ανάμεσα στο εκκλησάκι του Αγίου Λύπιου και το μετόχι του Αγίου στο Καλητέρο, ένα από τα πιο όμορφα και αγαπημένα τοπία του νησιού μας, οι ζακυνθινοί γιορτάζουν την ανάσταση του Χριστού και την αναγέννηση της φύσης τα τελευταία 500 χρόνια.
Ο Διονύσης Φλεμοτόμος γράφει:“Ένα από τα πιο γνωστά κι αγαπημένα πανηγύρια του νησιού μας είναι κι αυτό του Άι–Λύπιου που γίνεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά στο γραφικό ομώνυμο εκκλησάκι που βρίσκεται σε μια λοφοπλαγιά στο προάστιο Καλητέρος.Από το πρωί της γιορτής συνήθιζαν οι κάτοικοι της χώρας και της γύρω περιοχής να έρχονται στ΄ όμορφο αυτό προάστιο φέρνοντας μαζί τους και το φαγητό τους για να φάνε στους «σβώλους» όπως συνήθιζαν να λένε.Σαν τελείωνε η λειτουργία, έστρωναν μέσα στο λιοστάσι τις κουρελούδες που είχαν μαζί τους και πάνω τους άπλωναν όλες τις γιορταστικές λιχουδιές. Απαραίτητα ήταν τα κόκκινα αυγά.Παντού ψηνόταν αρνιά κι από τα μεγάλα βουτσιά έρεε άφθονο κρασί.Συγχρόνως άρχιζε και το τρικούβερτο γλέντι.Η ταμπουρλονιάκαρα δεν σταματούσε καθόλου.Οι καμπάνες χτυπούσαν αδιάκοπα και κάπου-κάπου ακουγόταν και μερικές τουφεκιές.Το πανηγύρι κράταγε έως αργά το βράδυ…”

O ελαιώνας στον Άγιο Λύπιο γλίτωσε από την επιδρομή του τσιμέντου, αφού ευτύχησε να μην ανήκει σε ιδιώτη, αλλά στην Ι. Μονή του Αγίου Διονυσίου.Η ευαίσθητη στην προστασία του περιβάλλοντος Ορθόδοξη Εκκλησία, δε φύτεψε μερικά ακόμη τσιμεντένια κουτιά σε μια ιδιαίτερη γωνιά της κορεσμένης από τη δόμηση, της τόσο κακοποιημένης, ζακυνθινής υπαίθρου.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια, εκατοντάδες άνθρωποι την Κυριακή του Θωμά, απολαμβάνουν την ανοιξιάτικη ημέρα στο ανέγγιχτο και ασύγκριτο αυτό τοπίο, πλημμυρίζοντας κυριολεκτικά το παλιό λιοστάσι σε όλη του την έκταση, διεκδικώντας ταυτόχρονα, κυρίως για τα παιδιά τους, μια ¨άλλη¨ ποιότητα ζωής.
Το μεσημέρι της Κυριακής του Θωμά ο αιωνόβιος ελαιώνας στον Άγιο Λύπιο ζωντανεύει για μια μεγάλη γιορτή! Ένα πανηγύρι για την Ανάσταση και την άνοιξη! Είμαστε όλοι καλεσμένοι, να στρώσουμε στην πυκνή σκιά των δέντρων, πάνω στα αγριολούλουδα του ζακυνθινού κάμπου τη γιορτάσιμη τραπεζαρία μας!

Τρίτη 22 Απριλίου 2008